- ηριστηται
- ἠρίστηται
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἠρίστηται — ἠ̱ρίστηται , ἀριστάω take the perf ind mp 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαρκούντως — ἐξαρκούντως (Α) [εξαρκώ] επίρρ. 1. επαρκώς, αρκετά («ἠρίστηται δ έξαρκούντως», Αριστοφ.) 2. φρ. «ἐξαρκούντως ἔχω τινί» αρκούμαι σε κάτι … Dictionary of Greek